Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Το καφενείο



    Μια μεγάλη πινακίδα τοποθετημένη πάνω από την σιδερένια πόρτα με τη τζαμαρία έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα « Καφενείον ο Γιάννακας». Αρκετά μεγάλος  ο χώρος με μικρά τετράγωνα τραπέζια από άσπρο εμαγιέ στην επιφάνεια και ξύλινες καρέκλες με ψάθα τοποθετημένες γύρω από αυτά. Στο βάθος ο πάγκος σερβιρίσματος και πίσω από αυτόν τα  μπακιρένια καφεδόμπρικα  , τα τετράγωνα καφεκούτια , το ειδικό μακρύ κουταλάκι για τη σωστή δόση του καφέ και το ανακάτεμα. Από πάνω ράφια γεμάτα με χοντρά άσπρα φλυτζάνια και ποτήρια. Το ψυγείο γεμάτο αναψυκτικά, λεμονάδες , λεμονίτες, πορτοκαλάδες , σινάλκο και ταμ – ταμ, αλλά και μπύρες Άλφα, Φιξ , ρετσίνα Κουρτάκη . Δίπλα από το ψυγείο σε μεγάλες νταμιτζάνες βρισκόταν το ούζο. Χύμα αυτό. Κατσαρόλες και κατσαρολάκια γεμάτα μεζέδες για τις ώρες που σχολούσαν τα συνεργεία κυρίως οικοδόμοι και εργάτες στις αλυκές. 
    Σε μια γωνιά του μαγαζιού δέσποζε με τον όγκο του ένα τζουκ μποξ.   Έπαιζε όλη την ημέρα , μα πιο πολύ τα μεσημέρια και τα βράδια. Εντυπωσιακό μηχάνημα , αλλά ακόμη πιο εντυπωσιακός ο τρόπος που δούλευε. Ένα κέρμα, η επιλογή του δίσκου και το μαγαζί πλημμύριζε μουσική, λαϊκή και νησιώτικη. Άλλα τραγούδια δεν ακούγονταν. Κάποιες φορές σμυρνέικα τραγούδια και αμανέδες .
    Μόνιμος θαμώνας ο δάσκαλος . Λέγανε ότι δεν ήταν στα καλά του, ότι είχε προβλήματα. Σεκλετισμένος , με ένα τσιγάρο στο στόμα, κιτρινισμένα δάχτυλα από τη νικοτίνη  και ένα ποτήρι κρασί στο τραπέζι άκουγε πάντα το ίδιο τραγούδι , « θα πάρω μία πέτρα να σπάσω το κεφάλι μου..»

    Ονομαστό καφενείο στην κεντρική πλατεία του χωριού. Υπήρχαν και άλλα δυο , αλλά αυτό είχε την περισσότερη πελατεία, γιατί είχε πάντα καλό μεζέ και τον καφετζή , τον Γιάννακα.

    Ο Γιάννακας ήταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας και το πιο διαφορετικό. Κοντός, χοντρός, με μια μικρή αναπηρία σε ένα από τα πόδια του.  Ίσως αυτή να έφταιγε  για το δύστροπο χαρακτήρα του. Φωνακλάς, καβγατζής , τραχύς ορισμένες φορές. Παρ΄όλα αυτά έκανε καλά τη δουλειά του, έβγαζε πολύ περισσότερα από ένα καλό μεροκάματο. Καθαρός , με την άσπρη του ποδιά δεμένη στη μέση του και με μια πετσέτα πάντοτε ριγμένη στον ώμο για να σκουπίζει τα χέρια του.

   Τα καλοκαίρια έξω από το καφενείο γίνονταν δυο μεγάλα λαϊκά πανηγύρια, την παραμονή του Αγίου Παντελεήμονα και  την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου. Ίσως και ανήμερα.

    Από νωρίς το απόγευμα στήνονταν τα τραπέζια και οι καρέκλες στο μεγάλο χώρο έξω από το καφενείο και απλώνονταν μέχρι και την πλατεία. Σε δυο ψησταριές υπαίθριες ψήνονταν από το πρωί αρνιά. Σε εκείνα τα πανηγύρια τα σουβλάκια  και τα λουκάνικα ήταν άγνωστα. Σουβλιστό αρνί σέρβιρε το μαγαζί πάνω σε λαδόκολλα που το πουλούσε με το κιλό.

     Η μεγάλη επιτυχία όμως του πανηγυριού ήταν τα όργανα. Μπουζουκτζήδες  και λαϊκοί τραγουδιστές άλλοι γνωστοί και άλλοι στα πρώτα τους βήματα. Πολύ μερακλής ο Γιάννακας , πήγαινε ο ίδιος στην Αθήνα και συζητούσε με τους ατζέντηδες  τους .

     Οι καλλιτέχνες έρχονταν νωρίς το απόγευμα . Εμείς πιτσιρίκια τρέχαμε να τους δούμε. Σε μέρος που μπορούσε ο κόσμος να τους βλέπει στήνονταν οι καρέκλες. Στις δυο πρώτες κάθονταν ο τραγουδιστής και η τραγουδίστρια , πίσω τα όργανα. Πολύ σπουδαίοι μάς φαίνονταν. Μπουρνέλης , δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, θυμάμαι να βάζει το μπουζούκι πίσω από το κεφάλι του ,να παίζει και να τρελλαίνεται ο κόσμος από κάτω. Ταλιούρης  και « εσύ είσαι αριστοκράτισσα κι εγώ φτωχός μπατίρης» μεγάλο σουξέ της εποχής. Μενιδιάτης «πήραν τα στήθια μου φωτιά» . Συνήθως συνόδευε και μια γυναίκα. Ντυμένη όπως στις παλιές ελληνικές ταινίες. Ίσιο στενό μαύρο φόρεμα μέχρι το γόνατο , μέση δαχτυλίδι, γόβα ψιλοτάκουνη και μαλλί στυλιζαρισμένο. Άλλες πάλι φορούσαν φουρώ από μέσα και το φόρεμα γινόταν πιο αεράτο.. Δυο ονόματα και δυο γυναικείες μορφές έμειναν στο νου μου ,η Μιμίκα Καζαντζή  και η Λίτσα Διαμάντη.

    Το γλέντι κρατούσε μέχρι τα χαράματα. Τελευταίοι έφευγαν οι Αρβανίτες από τα Μεσόγεια. Τότε μόνο σταματούσαν οι οργανοπαίχτες. Πολλές φορές ήταν δύσκολο να φύγουν και κοιμόντουσαν σε σπίτια.  Μια αμυδρή ανάμνηση με οδηγεί στη σάλα. Στρωσίδια κάτω και η τραγουδίστρια κοιμάται στρωματσάδα. Για ευχαρίστηση  μας μοιράζει  ασπρόμαυρες καλλιτεχνικές φωτογραφίες με την υπογραφή της.

    Ο Γιάννακας ,  κοιμήθηκε ένα βράδυ και δεν ξαναξύπνησε. Ήταν 54 χρονών και άφησε τρία παιδιά ορφανά. Μαζί του χάθηκαν το καφενείο, τα πανηγύρια , τα γλέντια. Το σημερινό καφενείο δεν θυμίζει σε τίποτα το παλιό. Όσες προσπάθειες και να γίνονται τα πανηγύρια δεν έχουν καμιά σχέση με εκείνα που έστηνε ο Γιάννακας.

   Πριν λίγα χρόνια , ένας σύλλογος θέλοντας να διαφημίσει το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα , τύπωσε αφίσες με μια φωτογραφία από ένα  πανηγύρι του παλιού καιρού. Ο Γιάννακας σέρνει το χορό . Πήρα την αφίσα από μια κολόνα , ενθύμιο μιας εποχής που  χάθηκε για πάντα. Βλέποντας την ξέχασα το φωνακλά, το δύστροπο άνθρωπο. Κράτησα μόνο το γλεντζέ .

Δεν υπάρχουν σχόλια :